Ξέμπλεξε το παράπονο του ονείρου σου η ζάλη
καθώς αποκοιμήθηκες μια νύχτα ξαστεριάς
αγγελικό φτερούγισμα τα μάτια σου είχαν κάνει
που σε φανέρωσαν μακριά, στις στράτες της φωτιάς.
Σαν εξεπρόβαλε η αυγή, θρήνος στο ακροθαλάσσι
πτώματα αξίων μαχητών που ξέβρασε ο γαρμπής
για τ' αστεριών την λάμψη τους, όλα τα είχες χάσει
κι όλα τ' αποχαιρέταγε το κλάμα της βροχής.
Κι εσύ, στου αλόγου σου τη σέλα καρφωμένος
απορημένος, πως εσύ δεν είσαι ο νικητής
κοιτάς να δεις στα σύννεφα τον ήλιο που 'ν κρυμμένος
για να μη γίνει θεατής της ματωμένης γης.
Κι όσα σε ακολούθησαν, τώρα σε καταριούνται
ψάχνουν να βρουν εκδίκηση στου ονείρου τον φονιά
εκείνον που επροσκύναγαν, τώρα τον απαρνιούνται
και στο λαιμό του βάζουνε, της αγχόνης τη θηλιά.
ένα από τα καλλίτερά σου (άν όχι το καλλίτερο)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Γιάννη!
Καλά να περάσεις!
Συμφωνώ με τον Σπόνγκος M.D.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι από τα παλιά αυτό ή τα τελευταία εξ ού και η θηλιά ;
Θα φοβήθηκες ότι μπορεί να έβαλα
ΑπάντησηΔιαγραφήκαμιά θηλιά...έλειψα μόνο για λίγο
για αυτό και η καθυστέρηση.
Φρεσκότατο είναι...λίγο πριν την Ανάσταση.
Για να το ρίξουμε λίγο έξω βρε αδερφέ,
για να ξεσκάσουμε!