Σε ένα καφενείο καθίσαμε οι τρεις μας
να πούμε για το ρημαδιό της άστοχης ζωής μας.
Για πότε οι καφέδες γίναν ούζα
και τα όνειρα μας μια παρτούζα!
Εσύ καπετανάκι ήθελες να γίνεις
κι απάνω από τη γέφυρα παραγγελιές να δίνεις.
Μα η ζωή στα έφερε τον πόνο να γιατρεύεις
για το δικό σου πόνο, τι θέλεις, τι γυρεύεις!
Ο άλλος ήθελε να γίνει μουσικός
και ο δικός του πόνος στα χείλη μας καημός.
Μα και αυτός προτίμησε την σίγουρη τη λύση
κι αυτήν την εξαπάτηση ήθελε να μηνύσει.
Κι εγώ αναρωτήθηκα, κοιτώντας και τους δύο
"λες να φταίει που καθόμουνα στο πρώτο το θρανίο;"
Μπα, ό,τι και αν γινόμουνα θα ήμουνα αυτός.
"Δηλαδή, ποιος;"...Ένας μαλάκας και μισός!
(στο φίλο μου Γιώργο)
λοιπόν; είχα άδικο που τόσο καιρό σε ψέλνω να γράψεις με πιό χαρούμενο ύφος (όχι όλα βέβαια αλλά κάπου κάπου,έτσι για αλλαγή)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικό!Μπράβο σου κ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!