14 Μαΐου 2011

Η παρέλαση














Μας κούρασαν οι μέρες της σιωπής
οι αντοχές μας λιγόστεψαν.
Σαν ξέμπαρκοι ναύτες ατενίζουμε
τις θάλασσες του αύριο.
Με έναν καφέ κι ένα τσιγάρο
εναλλάσσουμε τη πίκρα μας
στον καφενέ της ζωής.
Οι εποχές αλλάζουν αθόρυβα
με φόντο τα παγκάκια της πλατείας
που γεμίζουν κι αδειάζουν με κόσμο
σαν τη στάση του λεωφορείου απέναντι.
Κι εσύ μοιρολογείς τα νιάτα σου
που τρίφτηκαν σαν τα παλιά σου jeans
σε θρανία σχολείων, σε καρέκλες γραφείων
στους μαντρότοιχους της γειτονιάς σου
και στα χαλίκια μιας ερημικής παραλίας
που σε ξημέρωσε κάποια ρομαντική, ερωτική σου ιστορία.
Τώρα στου μπαλκονιού σου τον εξώστη
παρακολουθείς μία παρέλαση σκιών
παλιών, αξέχαστων στιγμών
που τη ζωή σου είχαν μαγέψει.
Και οι μυρωδιές των λουλουδιών
με το άρωμα του θυμικού, τις έχουν σημαδέψει.

Σε λίγο δεν θα αφουγκράζεσαι τίποτα
ούτε οι μυρωδιές των λουλουδιών σου λένε κάτι.
Σε αποχρώσεις του γκρίζου
η πόλη κοιμάται στα πόδια σου.
Κι αύριο η ίδια μέρα θα 'ναι...
Οι αντοχές σηκώνονται να φύγουν
"το παρατραβήξαμε και σήμερα!"
Με ένα κτύπημα συμπόνοιας στη πλάτη, με αποχαιρετούν
κι έπειτα τη πόρτα κλείνουν πίσω τους.
"Τα ξαναλέμε αύριο..."

2 σχόλια:

  1. Το διάβασα σαν πεζό...Πολύ νοσταλγικό...Νομίζω πως θα καταλήξεις στα πεζά τελικά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θυμάμαι ότι από εποχής "ανεμολόγιου" με παρότρυνες για πεζά.
    Για πεζό, πολύ λιτό δεν είναι;
    Θέλω να πω,εάν το έγραφα ως πεζό θα έπρεπε να το τραβήξω κι άλλο(εσύ θα ξέρεις καλύτερα ως ειδήμων του πεζού)

    ΑπάντησηΔιαγραφή