Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιος κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τα’ άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ὁ λαός του που μπροστά στ’ ανάκτορα του φθίνει.
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιος κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τα’ άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ὁ λαός του που μπροστά στ’ ανάκτορα του φθίνει.
Μα και τ’ αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δε διώχνουν τη βαρυθυμιά τ’ άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο τη κλίνη του θαρρεί, που ’χει κρινένιαν άρμα
κι οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ᾿ το κουφάρι αυτό, χαμόγελο ένα πάρουν.
δε διώχνουν τη βαρυθυμιά τ’ άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο τη κλίνη του θαρρεί, που ’χει κρινένιαν άρμα
κι οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ᾿ το κουφάρι αυτό, χαμόγελο ένα πάρουν.
Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,
δε μπόρεσε απὸ μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες στα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γηρατειά,
δε μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν’ αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει ἡ βρύση.
δε μπόρεσε απὸ μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες στα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γηρατειά,
δε μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν’ αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει ἡ βρύση.
Αυτά είναι μνημεία τέχνης, joka!
ΑπάντησηΔιαγραφήίσως απ᾿ το κουφάρι αυτό, χαμόγελο ένα πάρουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάθε λέξη, με ακρίβεια βελονιστή βαλμένη. Μου έφτιαξες το κέφι με την ανάρτησή σου.