16 Φεβρουαρίου 2012

Εγώ, ο άλλος











Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα...
Η μέρα του αποχωρισμού και της συνάντησης.
Πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες.
Έβρεχε έξω, όπως τότε...
Μισοκοιμισμένος όπως ήταν, έβαλε καφέ στη καφετιέρα να γίνεται,
κι έπειτα με κινήσεις νωχελικές πήγε προς τον καναπέ του σαλονιού,
σωριάζοντας το κορμί του σαν άδειο τσουβάλι.
Οι ίδιες πάντα κινήσεις, καθημερινές, μετά τον κάματο μιας νύχτας
που μοιάζει αιώνια.

Πριν από δέκα χρόνια, αυτή τη μέρα,την αποχωρίστηκε στο σταθμό
του τρένου, δέκα η ώρα το βράδυ έδειχνε το ρολόι του σταθμού.
Είχε ψιλοβρόχι, το τρένο για Θεσσαλονίκη ξεκινούσε καθώς στρίγκλιζαν
οι γραμμές του, σαν μοιρολόι από μοιρολογήτρες μπροστά στα άψυχα
κορμιά ενός έρωτα που άφηνε την τελευταία του πνοή ανάμεσα
σε δυο ζευγάρια χείλη.
Την ίδια μέρα, στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα, είχε οριστεί μία άτυπη
συνάντηση μετά από δέκα χρόνια, κάτι σαν μάζωξη παλιών συμμαθητών
που είχαν αποφοιτήσει από το ίδιο σχολείο-το σχολείο του έρωτα.
Τα πρώτα χρόνια- αυτή τη μέρα, η καρδιά του σπάραζε, ένιωθε
σαν τον φυλακισμένο που δεν είχε συνηθίσει ακόμα στο κελί του,
σαν τον νεοσύλλεκτο φαντάρο που του έφερνε φαγούρα η άγρια υφή
της στολής του, καθώς η στιγμή της εξιλέωσης έμοιαζε τόσο μα τόσο
μακρινή και πάντα σε αντίστροφη αναλογία με την επιθυμία του.
Από τότε είχαν αλλάξει πολλά, αλλά και τίποτα...
Τα τελευταία δύο χρόνια κύλησαν σαν να το είχε ξεχάσει εντελώς,
ώσπου μια μέρα, ένα μήνα πριν, έπεσε στα χέρια του μια παλιά
ατζέντα που είχε γραμμένα παλιά τηλέφωνα και διευθύνσεις φίλων.
Στο πίσω εξώφυλλο, από τη μέσα μεριά, ήταν γραμμένο: 12/02/2012,
ώρα 10μ.μ, σιδηροδρομικός σταθμός (Αννούλα).

Η καφετιέρα σφύριξε σαν τρένο που πλησιάζει στο σταθμό, ο καφές του
ήταν έτοιμος. Αφού τράβηξε δυο γρήγορες γουλιές απ' τον καφέ του
για να σταθεί πιο σίγουρος στα πόδια του, κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και ψηλαφίζοντας το πρόσωπο του
αναρωτήθηκε εάν και τι, είχε αλλάξει από τότε πάνω του.
Τα μαλλιά του ήταν λίγο πιο γκριζωπά-σίγουρο αυτό-στο μέτωπό του
δύο επιπλέον ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνιση τους, μια ελιά στο
αριστερό του μάγουλο...Την είχε ή δεν την είχε αυτήν;
Εξωτερικές αλλαγές υπήρχαν αλλά δεν ήταν τόσο σημαντικές,
οι εσωτερικές όμως;
Ένιωσε αιφνιδιασμένος σε αυτή του τη σκέψη. Ένα εσωτερικό ωχ!...
Ακούστηκε και προς τα έξω.
Χλόμιασε, ξαφνικά αισθάνθηκε πως μέσα του ήταν ένας άλλος.
Έτρεξε βιαστικά στο κρεβάτι του και ξάπλωσε τρομαγμένος.
Αν ήταν δυνατόν να χωθεί και κάτω από αυτό, και να μη βγει πότε,
να μην τον βρει αυτός ο άλλος, ο παλιός του εαυτός.

Τότε είχε μια ανέμελη καρδιά, έτοιμη να αγαπήσει και να αγαπηθεί,
τότε πίστευε πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν,τα προηγούμενα
δυο χρόνια του απέδειξαν πως μπορεί, τότε ήθελε να δημιουργήσει
πολλά πράγματα, που τώρα τα θεωρεί μάταια, τότε ζούσε με ένταση,
αγαπούσε-μισούσε-ζήλευε-διεκδικούσε-απαιτούσε-μάλωνε, τώρα
είχε μια συναισθηματική ισορροπία που εάν και μονότονη
τον καθησύχαζε, τον έκανε πιο ήρεμο, πιο ρεαλιστή, πιο σοφιστικέ,
κι έτσι περνούσε μια ζωή αποστασιοποιημένη από τα πράγματα
γύρω του, μοναχική μεν αλλά και κοινωνική στο μέτρο που ήθελε αυτός.
Το σίγουρο πάντως ήταν, πως τον παλιό του εαυτό δεν θα τον άντεχε πλέον.
Μα τόσα χρόνια είχε κάτι να περιμένει...
Τα οκτώ από τα δέκα περασμένα χρόνια θεωρούσε πως ζούσε μία κατ' ανάγκη
ζωή, μια ζωή που δεν ταίριαζε σε αυτόν. Αυτή η μέρα δέσποζε σαν μια
στεριά στην ναυαγισμένη από καιρό ζωή του, και ξαφνικά ανακάλυψε
πως η στεριά του ήταν αυτό που ζούσε, αυτό ήταν που ήθελε!

Στο τέλος αποκοιμήθηκε μες στις σκέψεις του...
Ξύπνησε μετά από ώρες, άναψε το φως και το ρολόι έδειχνε τρεις
περασμένα μεσάνυχτα δεκατρείς του μηνός ξημερώματα.
Πέρασε είπε, πάει...
Δεν έχω να περιμένω τίποτα, δεν έχω ανάγκη τίποτα, είμαι ευτυχισμένος
με αυτό που ζω.
Ύστερα έσβησε το φως με ανακούφιση και μαζί του έσβησε μια για πάντα
στο σκοτάδι και ο παλιός του εαυτός.






4 σχόλια:

  1. πήγε όμως ε;
    δεν πήγε;

    τί να πω.. ο χρόνος έχει βέβαια ελαστικότητα και ανθεκτικότητα, τραβιέται τραβιέται τραβιέται... όμως όσο πάει... έρχεται κάποτε η στιγμή που το λάστιχο σπάει/

    πώς τις τρέμω αυτές τις στιγμές
    -που είναι μακριά
    και πλησιάζουνε
    το ξέρω πως δεν πρέπει

    νομίζω,
    είναι σαν το θάνατο
    όταν έρχεται, δεν έχει μείνει
    τίποτα να το φοβάσαι..

    όμως.. στους μικρούς θανάτους της ζωής
    ποια πρέπει να είναι η θέση και η στάση;
    απλή αποδοχή;
    και η υπόσχεση..;

    ήταν υπέροχο βέβαια
    δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω
    αισθάνομαι οτι διαβάζοντάς το, πέρασα μερικά λεπτά πραγματικά σπουδαία

    από την εικόνα του ερωτα που άφηνε την τελευταία του πνοή ανάμεσα σε δυο ζευγάρια χείλη.. πραγματικά δεν ήξερα όχι πού να πρωτοσταθώ αλλά ούτε καν να σταθώ!
    και σχολίασα με την πρώτη γεύση...

    Συνέχιζε...

    Ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. jo μου συγνώμη
    αλλά την τελευταία παράγραφο
    ή την πρόσθεσες μετέπειτα ή εγώ δεν την είδα..

    δεν πήγε λοιπόν.. ξύπνησε στις 13 του μηνός!
    πώς τα κατάφερε έτσι;
    δηλαδή.. όχι προσωπικά... πώς τα καταφέρνουμε έτσι,
    αυτό είναι το ερώτημα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχεις δίκιο καθώς το έγραφα κάποια στιγμή αντί να πατήσω αποθήκευση πάτησα δημοσίευση και βγήκε "επταμηνήτικο το παιδί"...
      Σ ευχαριστώ που έχεις γίνει φανατική μου αναγνώστρια και μάλιστα με τόσο άμεσα αντανακλαστικά!

      Διαγραφή
  3. φανταστικο μαγευτικο

    δημητρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή