Κάποτε ορίζαμε τις ψυχές μας.
Με ένα ποδήλατο ανακαλύπταμε τον κάματο της ανηφόρας
που τύχαινε στο διάβα μας για να προχωρήσουμε μπροστά.
Κάποτε από μια μικρούλα κάμαρα
ταξίδευαν τα όνειρα σε θάλασσες ανοιχτές.
Έστω κι αν ήταν φουρτουνιασμένες.
Έστω κι αν οι ακτές τους φάνταζαν τόσο μακρινές.
Κάποτε μοιραζόμασταν ό,τι κι αν είχαμε...
Και το ψωμί μας, και τις πλάτες μας βάζαμε, και την αγάπη μας.
Όλα ήταν διπλά, κι εμείς μόνοι μας απέναντι σε όλα!
Τώρα το ποδήλατο έγινε jaguar.
Η καμαρούλα έπαυλη.
Και τα όνειρα μας, καρποστάλ μιας παλιάς εποχής
αραχνιασμένα στης λήθης τα συρτάρια.
Το ψωμί χαβιάρι.
Οι φουρτουνιασμένες θάλασσες
ήρεμες πολυτελείς πισίνες.
Οι πλάτες μας γιόμισαν μαχαιριές.
Και την αγάπη, τη κράτησες μόνο για σένα.
Κι αποζητάς το θαυμασμό,
στα μάτια μου να δεις...
Μόνο μια απάντηση,
θα πάρεις από μένα:
_ Ε, και;
Και οι παλιές φωτογραφίες θα παράπεσαν σε κάποια μετακόμιση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβώς!
ΑπάντησηΔιαγραφή(σε αυτές κολλάνε τα καρποστάλ...για να θυμόμαστε μέρη που κάποτε επισκεφτήκαμε)
θα σοκ(άρει) η πολή εύστοχη σκέψη σου καλέ μου φίλε...
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλά δεν θα θεραπεύσει!
Ρώτα και τον γιατρό!