Σπίτια γιαπιά
που δεν πρόλαβαν να κτιστούν
ή κτίστηκαν και τώρα καταφρονεμένα
και ερειπωμένα επιζητούν το χαλασμό τους.
Πονάει η εικόνα της εγκατάλειψης,
μα πιο πολύ πονάει η απαξίωση
της παλιάς, της πρώτης σου αγνής δημιουργίας.
Στέκονται εκεί, κουφάρια ανθρώπινων ζωών,
σαν ηχεία να αντηχούν τον άνεμο, καθώς περνά
μέσα απ' τα ανοικτά παράθυρα και τις πόρτες.
Σαν κλάμα, σαν ουρλιαχτό, σαν σπαραγμός
χαροκαμένης μάνας που έχασε τα παιδιά της.
Σπίτια καταφύγια περασμένων ονείρων,
νοσταλγικών στιγμών, μιας θαλπωρής
αλλιώτικης που καμιά σχέση δεν έχει με το σήμερα.
Κι εσύ λυπάσαι, που τώρα γίνανε ελεύθερα κλουβιά
να μπαινοβγαίνουν σαν πουλιά οι θύμισες με τις ψυχές
αυτών που ζούσανε εδώ, κι έγιναν ένα με αυτά.
Λυπάσαι, για τα ιδανικά της νιότης σου,
που κι εσύ εγκατέλειψες και δέχθηκες να ερημώσουν
αφήνοντας το κατώφλι τους, παρασυρόμενος και ακολουθώντας
πίσω απ' την ανωνυμία ενός επιτηδευμένα ματαιόδοξου όχλου
συνωστισμένου σε δρόμους άτακτης φυγής, μα και αποφυγής
μιας πραγματικότητας εικονικά καταστροφικής όσο και ενοχικής
που όμως δεν σε οδηγεί πουθενά, παρά μονάχα στο ποδοπάτημα
και στην ασφυξία, μιας άλλοτε υπερήφανης και υψίκορμης αξιοπρέπειας.
ποιανου ποιητη ειναι?
ΑπάντησηΔιαγραφή