"Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι!"
29 Φεβρουαρίου 2012
28 Φεβρουαρίου 2012
Αν λέει γεννιόμουνα ξανά
Κάθε μέρα που περνά
με χαρακώνει όλο και πιο βαθιά
μια ανούσια μα τόσο έντονη αμφιβολία.
Αν λέει γεννιόμουνα ξανά
θα ήμουν παιδί της συμφοράς;
Θα είχα μια ευαίσθητη ψυχή
που έχει πεθάνει για να ζει;
Ή θα ΄μουν λέει ποταμός
αστείρευτος μα σιωπηρός
που στα καθάρια του νερά
θα ξεδιψούσαν τα πουλιά
που θα 'χαν για προορισμό
να βρουν τον θάνατο εδώ!
Αν λέει γεννιόμουνα ξανά
θα είχα αλήτισσα καρδιά;
Θα ' μουνα λέει ένα δεντρί
που 'χει φυτρώσει όπου βρει
απ' της ανάγκης τη βροχή;
Ή θα 'μουν λέει αετός
αγέρωχος και δυνατός
στο πέταγμα μου την αυγή
να σκέπαζα όλη τη γη!
Αν λέει γεννιόμουνα ξανά
θα 'χα κορμί χωρίς καρδιά.
Για να αντέξω στο καημό
σκότωσα εκείνα που αγαπώ...
Το μαρασμό τους να μη δω!
26 Φεβρουαρίου 2012
ΑΦΙΕΡΩΜΑ (Edith Piaf-Non, je ne regrette rien)
Τίποτα, όχι δεν μετανιώνω για τίποτα...
Ούτε για το καλό που μου έχουν κάνει
ούτε για το κακό...
Τίποτα δεν με νοιάζει,
τίποτα, απολύτως τίποτα
όχι δεν μετανιώνω για τίποτα
πλήρωσα, τέλειωσα, τα ξέχασα.
Το παρελθόν δεν με νοιάζει
και τις αναμνήσεις μου όλες τις έκαψα.
Λύπες και χαρές δεν χρειάζομαι πια.
Με τους έρωτες τέλειωσα
και με τα καρδιοκτύπια.
Για πάντα τα ξέχασα
και στο μηδέν γυρνάω.
Τίποτα, απολύτως τίποτα
όχι δεν μετανιώνω για τίποτα
ούτε για το καλό, ούτε για το κακό
γιατί η ζωή μου οι χαρές μου
σήμερα ξεκινούν μαζί σου.
25 Φεβρουαρίου 2012
Στο κήπο της Γεσθημανής
Με στέγνωσαν οι λύπες μου
μ' άφησαν οι χαρές μου.
Στο κήπο της Γεσθημανής
μ' ένα φιλί στο μάγουλο
με δώσαν οι εμμονές μου.
Σε πεθαμένα όνειρα
που διάλεξαν μένα τάφο
και για σταυρό μου κάρφωσαν
το αύριο που δεν θα 'χω.
Κι απόμεινε μια νεκρή ψυχή
σύννεφο να πλανιέται
σαν ομίχλη πριν το χάραμα
που ο ήλιος καταριέται.
22 Φεβρουαρίου 2012
20 Φεβρουαρίου 2012
19 Φεβρουαρίου 2012
Κόψε!
Πεσμένα φύλλα οι αναμνήσεις στο χώμα
κι ο χρόνος τα ποδοπάτησε...
Κι απ' το σαθρό το φύλλωμα
κομμάτια παζλ ανασυνθέτουν
τη νοσταλγία της ψυχής.
Μάταια όλα;
Απολεσθέντα αντικείμενα
που ανακάτεψε ένα βράδυ
στο κύκνειο άσμα του, ο παγωμένος
πια αγέρας της απωθημένης νιότης μου.
Πριν το χώμα της βροχής στεγνώσει.
Σαν τα τραπουλόχαρτα που ανακατεύει
ο κρουπιέρης πριν την τελευταία παρτίδα.
Κόψε να ξαναπαίξω...
Ίσως τώρα απαντήσω στο απορημένο μου χθες
με ένα δήθεν καλύτερο αύριο.
Ίσως με καθοδηγήσουν σωστά
τα ξεραμένα δαφνόφυλλα της παλιάς μου δόξας
που τρίμματα πια, κρατώ στις χούφτες μου
για να θυμάμαι τον δαφνοστεφανωμένο
ήρωα μιας περασμένης, αλλοτινής μου ζωής
που τώρα στέκει εκεί αδαμάντινος, πουλιά να τον αφοδεύουν.
Κόψε θα ξαναπαίξω...
Έστω κι αν τα κέρδη δεν έχουν καμιά σημασία για μένα πια.
Έστω κι αν ξέρω, πως στο παιχνίδι αυτό, πάντα θα είμαι χαμένος.
18 Φεβρουαρίου 2012
16 Φεβρουαρίου 2012
Εγώ, ο άλλος
Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα...
Η μέρα του αποχωρισμού και της συνάντησης.
Πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες.
Έβρεχε έξω, όπως τότε...
Μισοκοιμισμένος όπως ήταν, έβαλε καφέ στη καφετιέρα να γίνεται,
κι έπειτα με κινήσεις νωχελικές πήγε προς τον καναπέ του σαλονιού,
σωριάζοντας το κορμί του σαν άδειο τσουβάλι.
Οι ίδιες πάντα κινήσεις, καθημερινές, μετά τον κάματο μιας νύχτας
που μοιάζει αιώνια.
Πριν από δέκα χρόνια, αυτή τη μέρα,την αποχωρίστηκε στο σταθμό
του τρένου, δέκα η ώρα το βράδυ έδειχνε το ρολόι του σταθμού.
Είχε ψιλοβρόχι, το τρένο για Θεσσαλονίκη ξεκινούσε καθώς στρίγκλιζαν
οι γραμμές του, σαν μοιρολόι από μοιρολογήτρες μπροστά στα άψυχα
κορμιά ενός έρωτα που άφηνε την τελευταία του πνοή ανάμεσα
σε δυο ζευγάρια χείλη.
Την ίδια μέρα, στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα, είχε οριστεί μία άτυπη
συνάντηση μετά από δέκα χρόνια, κάτι σαν μάζωξη παλιών συμμαθητών
που είχαν αποφοιτήσει από το ίδιο σχολείο-το σχολείο του έρωτα.
Τα πρώτα χρόνια- αυτή τη μέρα, η καρδιά του σπάραζε, ένιωθε
σαν τον φυλακισμένο που δεν είχε συνηθίσει ακόμα στο κελί του,
σαν τον νεοσύλλεκτο φαντάρο που του έφερνε φαγούρα η άγρια υφή
της στολής του, καθώς η στιγμή της εξιλέωσης έμοιαζε τόσο μα τόσο
μακρινή και πάντα σε αντίστροφη αναλογία με την επιθυμία του.
Από τότε είχαν αλλάξει πολλά, αλλά και τίποτα...
Τα τελευταία δύο χρόνια κύλησαν σαν να το είχε ξεχάσει εντελώς,
ώσπου μια μέρα, ένα μήνα πριν, έπεσε στα χέρια του μια παλιά
ατζέντα που είχε γραμμένα παλιά τηλέφωνα και διευθύνσεις φίλων.
Στο πίσω εξώφυλλο, από τη μέσα μεριά, ήταν γραμμένο: 12/02/2012,
ώρα 10μ.μ, σιδηροδρομικός σταθμός (Αννούλα).
Η καφετιέρα σφύριξε σαν τρένο που πλησιάζει στο σταθμό, ο καφές του
ήταν έτοιμος. Αφού τράβηξε δυο γρήγορες γουλιές απ' τον καφέ του
για να σταθεί πιο σίγουρος στα πόδια του, κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και ψηλαφίζοντας το πρόσωπο του
αναρωτήθηκε εάν και τι, είχε αλλάξει από τότε πάνω του.
Τα μαλλιά του ήταν λίγο πιο γκριζωπά-σίγουρο αυτό-στο μέτωπό του
δύο επιπλέον ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνιση τους, μια ελιά στο
αριστερό του μάγουλο...Την είχε ή δεν την είχε αυτήν;
Εξωτερικές αλλαγές υπήρχαν αλλά δεν ήταν τόσο σημαντικές,
οι εσωτερικές όμως;
Ένιωσε αιφνιδιασμένος σε αυτή του τη σκέψη. Ένα εσωτερικό ωχ!...
Ακούστηκε και προς τα έξω.
Χλόμιασε, ξαφνικά αισθάνθηκε πως μέσα του ήταν ένας άλλος.
Έτρεξε βιαστικά στο κρεβάτι του και ξάπλωσε τρομαγμένος.
Αν ήταν δυνατόν να χωθεί και κάτω από αυτό, και να μη βγει πότε,
να μην τον βρει αυτός ο άλλος, ο παλιός του εαυτός.
Τότε είχε μια ανέμελη καρδιά, έτοιμη να αγαπήσει και να αγαπηθεί,
τότε πίστευε πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν,τα προηγούμενα
δυο χρόνια του απέδειξαν πως μπορεί, τότε ήθελε να δημιουργήσει
πολλά πράγματα, που τώρα τα θεωρεί μάταια, τότε ζούσε με ένταση,
αγαπούσε-μισούσε-ζήλευε-διεκδικούσε-απαιτούσε-μάλωνε, τώρα
είχε μια συναισθηματική ισορροπία που εάν και μονότονη
τον καθησύχαζε, τον έκανε πιο ήρεμο, πιο ρεαλιστή, πιο σοφιστικέ,
κι έτσι περνούσε μια ζωή αποστασιοποιημένη από τα πράγματα
γύρω του, μοναχική μεν αλλά και κοινωνική στο μέτρο που ήθελε αυτός.
Το σίγουρο πάντως ήταν, πως τον παλιό του εαυτό δεν θα τον άντεχε πλέον.
Μα τόσα χρόνια είχε κάτι να περιμένει...
Τα οκτώ από τα δέκα περασμένα χρόνια θεωρούσε πως ζούσε μία κατ' ανάγκη
ζωή, μια ζωή που δεν ταίριαζε σε αυτόν. Αυτή η μέρα δέσποζε σαν μια
στεριά στην ναυαγισμένη από καιρό ζωή του, και ξαφνικά ανακάλυψε
πως η στεριά του ήταν αυτό που ζούσε, αυτό ήταν που ήθελε!
Στο τέλος αποκοιμήθηκε μες στις σκέψεις του...
Ξύπνησε μετά από ώρες, άναψε το φως και το ρολόι έδειχνε τρεις
περασμένα μεσάνυχτα δεκατρείς του μηνός ξημερώματα.
Πέρασε είπε, πάει...
Δεν έχω να περιμένω τίποτα, δεν έχω ανάγκη τίποτα, είμαι ευτυχισμένος
με αυτό που ζω.
Ύστερα έσβησε το φως με ανακούφιση και μαζί του έσβησε μια για πάντα
στο σκοτάδι και ο παλιός του εαυτός.
15 Φεβρουαρίου 2012
Φωνές νεκρών
Φεγγάρια χορτασμένα από λωτούς.
Βλέφαρα που κιότεψαν ν' ανοίξουνε στον ήλιο.
Άπληστα χαμόγελα ροβολούν, θερίζοντας το κάμπο.
Ξεσκισμένα σκιάχτρα απόμειναν οι αγώνες, δίχως φόβητρο
που τα κοράκια πια τα αψηφούν.
Την ώρα του αποχωρισμού με φίλησες
και μου έδωσες το χρίσμα!
Φωνές νεκρών που ακούγονται,
έξω απ' το παραθύρι μου, καθώς περνούν...
"Συνέχισε εσύ, ό,τι εμείς σου αφήσαμε να χάσεις είναι κρίμα...
Συνέχισε εσύ, τη ζωντανή απ' τους νεκρούς ελπίδα."
Σκιές νεκρών που κοντοστάθηκαν, πίσω μου ένα βήμα.
Στο πλάι μου-η ανάγκη μοιάζει φυλακή, η πίκρα καταιγίδα
κι εμπρός στα πόδια ο δρόμος μου, το αβυσσαλέο κύμα.
11 Φεβρουαρίου 2012
Το βαλς των χαμένων ονείρων
Το κρύο χτενίζει τους δρόμους της πόλης, απ' άκρη σε άκρη.
Στο παγκάκι κοιμάται η αγάπη του, άστεγη κι αυτή σαν κι αυτόν.
Το μπουκάλι αδειάζει, τελευταία γουλιά γιατρειάς.
Από τη μέσα τσέπη, προς το μέρος της καρδιάς, στο λερό, φαγωμένο
παλτό του, βγάζει μια φωτογραφία.
Την κοίταζε σαν να αγνάντευε από την πιο ψηλή κορυφή, την όμορφη
πλευρά της ζωής του. Μιας ζωής γεμάτης όνειρα για το μέλλον,
πολλά υποσχόμενης, ένας ήλιος καθαρός σ' ένα ανοιξιάτικο δείλι
που αντανακλούσε στη θάλασσα, δέκα τρία χρόνια πριν.
Φορούσε ένα καλοσιδερωμένο άσπρο πουκάμισο, ξυρισμένος, χαμογελαστός,
σωστός άνθρωπος κι όχι αγρίμι, όχι σκουπίδι πλάι στα σκουπίδια της πόλης.
Δίπλα του αυτή, πιο εκτυφλωτική κι από τον ήλιο, τα μαλλιά της καταρράκτες
στον ώμο του, τα μάτια της έτοιμα στου ονείρου τη γη να σε ταξιδέψουν.
Στο παγκάκι χαραγμένο το όνομα της: "Δεν θα σε αφήσω ποτέ!-Στέλλα".
Σαν επιγραφή γραμμένη σε ανδριάντα ενός θαρραλέου έρωτα, σαν ένα μνημείο
τιμής ένεκεν, των χρόνων της ανεμελιάς και της ζωής που άξιζε να ζεις.
Από ένα σπιρτόκουτο βγάζει μια μισοπατημένη γόπα και την ανάβει.
Απόψε η νύχτα είναι πιο κρύα από ποτέ, κι αυτός προσπαθεί να ζεστάνει
τη πονεμένη του καρδιά, που τόσο καιρό του παραπονιέται πως την έχει ξεχάσει.
Κάθε βράδυ-πάνε χρόνια τώρα-σε αυτό το παγκάκι κοιμάται, αυτό είναι
το σπίτι του, το κρεβάτι του, το βιός του όλο.
Όλοι το ξέρουν στη γειτονιά-πως αυτό και το απαρηγόρητο βλέμμα του, είναι
η άλλη πλευρά της ζωής του...Της προδομένης.
Έγειρε, έχοντας για προσκέφαλο το δεξί διπλωμένο του χέρι. Έκλεισε
τα μάτια του κι ονειρεύτηκε μια ξεχασμένη στιγμή της ζωής του.
Οι δυο τους χόρευαν βαλς λυπημένοι, υπό το φως των κεριών σε ένα άδειο
από έπιπλα σαλόνι, καθώς έξω χιόνιζε..."Το βαλς των χαμένων ονείρων!"
Το άλλο πρωί, το απορριμματοφόρο του δήμου, μάζεψε και το τελευταίο
σκουπίδι της γειτονιάς. Την επόμενη μέρα μια καλοστεκούμενη, όμορφη κυρία
ρωτούσε γι αυτόν-που έμενε-κι όλοι της έδειχναν το άδειο παγκάκι.
Πλησίασε το παγκάκι...Ανάμεσα στα ξύλα του, σφηνωμένη, διέκρινε μια
φωτογραφία να τη θροΐζει ο άνεμος.Τη πήρε στα χέρια της-δυο σταγόνες
δάκρυα κύλησαν από τα όμορφα, ακόμη και τώρα, μάτια της.
Στο πίσω μέρος έγραφε: "Εγώ δεν σ άφησα ποτέ!"
10 Φεβρουαρίου 2012
Πρόσφυγας
Πεθαμένα όλα
ζωντανοί νεκροί
νεκροθάφτες με καπέλα
τάφοι δίχως γη.
Μοιρολογήτρες μάνες
πόρνες αδελφές
παιδιά χωρίς πατέρα
άδειες γειτονιές.
Νιάτα που πάν χαμένα
για μια μπουκιά ψωμί
όνειρα-ακρωτηριασμένα
πουλιά χωρίς κλαδί.
08 Φεβρουαρίου 2012
Χλωμό φεγγάρι
Ήταν καθισμένος στη παλιά ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα του,
δίπλα στο παράθυρο.
Έξω είχε ήδη νυχτώσει, κι αυτός στο μισοσκότεινο δωμάτιο,
άκουγε αφηρημένος τους κτύπους των δευτερολέπτων απ' το ρολόι
που ήταν κρεμασμένο στον απέναντι τοίχο, που μαζί με το ξερό
τρίξιμο της πολυθρόνας στο πάτωμα, καθώς πήγαινε πέρα-δώθε,
συνέθεταν το soundtrack της ταινίας της ζωής του τα τελευταία χρόνια.
Κάποια στιγμή χαμογέλασε...
Φαντάστηκε τον εαυτό του, έτσι όπως καθόταν στην πολυθρόνα,
να φοράει μια καφέ καρό ρόμπα και μια μαύρη γάτα κουρνιασμένη
στα πόδια του να τη χαϊδεύει.
Ποια γάτα σκέφτηκε μετά, ούτε με θηλυκιά γάτα δεν έκανε αυτός,
γι' αυτό έμεινε μαγκούφης τόσα χρόνια.
Πάντα είχε την πεποίθηση, πως στο χαρακτήρα μιας και μόνο γυναίκας,
μπορούσαν να συγκεντρωθούν μαζί, μέχρι και δέκα κακά, κάτι σαν τις δέκα
εντολές του Μωυσή, ένα πράγμα.
Τα τρία από αυτά σίγουρα τα έχει η κάθε γυναίκα, από 'κει και πάνω αρχίζεις
να μετράς ελαττώματα.
Οπότε, πως θα μπορούσε να κάνει με γυναίκα αυτός, από τη στιγμή που άνηκε
στη σπάνια ράτσα ανθρώπων που δεν "σηκώνει μύγα στο σπαθί της", ούτε
"νερώνει το κρασί της" ποτέ!
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, έστρεψε το κεφάλι του προς το παράθυρο,
κοιτάζοντας έξω. Είχε ξαστεριά κι άρχισε να μετρά τ' αστέρια.
Στο μυαλό του τότε ήρθαν τα λόγια της γιαγιάς του της κυρά-Ιουλίας,
όταν ήταν μικρός:
_ "Ανεστάκο αγόρι μου, μη μετράς τα αστέρια στον ουρανό, γιατί όσα
αστέρια μετρήσεις τόσα σπυράκια θα βγάλεις στο κορμάκι σου!"
Από τότε είχε χρόνια να κοιτάξει σε ξάστερο ουρανό, φοβούμενος
πως ασυναίσθητα κάποια στιγμή θα ξεχνιόταν και θα μετρούσε αστέρια.
Απόψε ήταν πολλά και λαμπερά, σαν κεράκια αναμμένα σε τούρτα γενεθλίων,
σαν να συμπλήρωνα όλα αυτά που από μικρός είχε χάσει το μέτρημα.
Και το φεγγάρι ήταν ολόγιομο μα χλωμό...
Κάτι του θύμιζε αυτό το χλωμό φεγγάρι...
Ήταν πριν πολλά χρόνια, περπατούσε στη παραλία για ώρες, το μυαλό του
ήταν χαμένο θυμάται, έπρεπε να πάρει τη μεγάλη απόφαση.
Την αγαπούσε πολύ, αλλά δεν μπορούσε να τη συγχωρέσει!
Το φεγγάρι ήταν χλωμό, παγερό, πεθαμένο σαν κι αυτόν μέσα του.
Η χλομάδα του αντανακλούσε στα ήρεμα νερά της θάλασσας.
Παρατήρησε τότε, πως πάντα όταν ήταν να πάρει μια μεγάλη απόφαση
κι είχε φεγγάρι, το φεγγάρι του φαινότανε χλωμό.
Ποια απόφαση έπρεπε να πάρει απόψε....
Το ρολόι κτύπησε έντεκα.
Είναι η ώρα για το χάπι της καρδιάς του, που τον ταλαιπωρούσε εδώ
και μερικά χρόνια, κι έπρεπε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του με αυτό,
εάν ήθελε να υπάρχει υπόλοιπη ζωή για 'κείνον.
Σαν από τότε που άρχισε να πίνει αυτά τα χάπια, η καρδιά του είχε γίνει
πιο ευσυγκίνητη, πιο ευαίσθητη, πιο μαλακή και οι νύχτες του
βασανιστικά νοσταλγικές και επικριτικές μαζί του.
Κάτι ψέλλισε κοιτάζοντας το φεγγάρι, κάτι σαν μουγκρητό συγκατάβασης,
σαν κάτι να του είπε το φεγγάρι κι εκείνος συμφώνησε.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, και σέρνοντας τις παντούφλες του, πήρε
το βαζάκι με τα χάπια απ' το ντουλάπι και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Άνοιξε το καπάκι της λεκάνης κι άρχισε να αδειάζει ένα-ένα τα χάπια
στην αποχέτευση.
Για τίτλους τέλους, προτίμησε μια διαφορετική μουσική υπόκρουση,
σαν από πετραδάκια που πέφτουν ταράζοντας τα ήσυχα νερά μιας λίμνης,
σαν από σταγόνες της βροχής στο νερόλακκο του δρόμου...
Έπειτα πήγε και ξάπλωσε, ήσυχος, ήρεμος, και αμετανόητος όπως πάντα.
Από τότε δεν ξαναείδε χλωμό φεγγάρι...
06 Φεβρουαρίου 2012
Κι όμως ακόμα ζω!
Νύχτωσε-πάει η μέρα...
Τέταρτη μέρα, που δεν σ' έχω δει.
Νύχτωσε-κι εγώ κοιτάζω τη φωτογραφία σου,
για να σε θυμάμαι, γιατί φοβάμαι μη ξεχάσω τη μορφή σου.
Θέλω να σου μιλήσω, μα το στόμα μου κλειστό.
Θέλω να σε αγγίξω, μα τα χέρια μου νεκρά.
Θέλω να σε κοιτάξω με τα μάτια μου στη καρδιά σου.
Νύχτωσε-και σε θυμάμαι...
Μοναχός μου δεν φοβάμαι το θάνατο.
Φοβάμαι μη συνηθίσω τη μοναξιά μου, κι ύστερα δεν σ' αγαπώ.
Φοβάμαι μη γκρεμιστούνε τα όνειρα μου, στη καρδιά μου που 'χω κτισμένα.
Νύχτωσε-και το φεγγάρι βγήκε και πάλι να φωτίσει τη μοναξιά μου.
Νύχτωσε-και της απόγνωσης ο αγέρας ακόμη σφυρίζει στ' αυτιά μου.
Νύχτωσε-και ίσως αύριο να σε δω...
Κι αν δεν σε δω αύριο, ίσως μεθαύριο...
Μέχρι οι ελπίδες μου στερέψουν, μια προς μια
μέχρι να ΄ρθει το τέλος στη ζωή μου.
(εφηβικοί έρωτες: Αυτό το ποίημα γράφτηκε πριν τριάντα χρόνια-1982)
05 Φεβρουαρίου 2012
Φωτογραφίες
Φωτογραφίες μιας ζωής που περιμένουν να τις δεις
σε κορνίζες, μες σε συρτάρια, σε βιβλία.
Απαθανατίσεις κάποιων εύθυμων στιγμών, μα τώρα τόσο τραγικών...
Τι πήγε λάθος στη μετέπειτα πορεία;
Με ανθρώπους περιστασιακούς, τότε φίλους
τώρα γνωστούς, ίσως κι εχθρούς
ακόμα κι εσύ νιώθεις πως είσαι ένας άλλος.
Κάποιος που έζησε δυο ζωές, κάθε εποχή και εμμονές
ωριμότητα κι αγριεμένα χρόνια.
Τότε δεν ήξερες γιατί, τώρα φροντίζει η ζωή
να σε απαλλάξει απ' αυτά που πια, δεν περιμένεις.
Φωτογραφίες μιας ζωής, πριν και μετά της προσμονής
φωτογραφίες να στολίζουνε σαλόνια.
04 Φεβρουαρίου 2012
Απλησίαστα όνειρα
Απλησίαστα όνειρα,
φυτρωμένα στους πιο απόκρημνους βράχους.
Αετών φτερουγίσματα, ούτε εκείνα πια, δεν τα φτάνουν.
Η ψυχή αφιλόξενη, θάλασσα ανταριασμένη
βαρκούλα ανήμπορη η ελπίδα μου, σ' ένα όρμο σιωπής βουλιαγμένη.
Κι όλα μοιάζουν ατάραχα προικισμένα σαν μοίρες
που μπορούν κι αντιστέκονται σε κάθε κακουχία κι απουσία χαράς.
Ορκισμένοι στρατιώτες στο καθήκον του χρόνου
να γερνούν μαζί σου, σαν τα ανεμολόγια κοιτάς.
Μια πνοή περιμένουν, ένα φύσημα, ένα αγέρι
τους ανθούς του ονείρου σου προς τα σένα να φέρει...
02 Φεβρουαρίου 2012
01 Φεβρουαρίου 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)