30 Μαρτίου 2011

Παράπονο...

Είμαι πινακίδα σε εθνική οδό.
Άψυχος, ασάλευτος, παγωμένο νερό.
Να δείχνω έναν δρόμο, να λέω προς τα κει,
εκεί που πρέπει να παν οι πολλοί.
Κάποιοι με στήσανε, να λέω το "σωστό",
το δρόμο που μου 'δειξαν, να τον δείχνω κι εγώ,
κι ότι κατέκρινα, πιστά υπηρετώ.

Περνούν αυτοκίνητα, περνούν φορτηγά,
στα φώτα τους αισθάνομαι την χαμένη ματιά
την αγωνία τους να πάρουν την σωστή διαδρομή
μην τυχόν και δεν πάνε, εκεί που παν οι πολλοί.

Αχ! Και να ήμουν κυπαρισσάκι ψηλό
σε δύσβατο δρόμο, σε μονοπάτι ξερό
που χάραξε το βήμα του κάθε διαβάτη,
εκείνου που επέλεξε της καρδιάς του τον χάρτη.

Να είμαι η ανάσα του, η δροσιά του, εγώ,
στο δύσκολο δρόμο του να με βρει αρωγό.
Στα μάτια του να 'χει την δική μου θωριά
τη γεμάτη περηφάνια, την λυγερή λεβεντιά.

Το κορμί του να γείρει, να αισθανθεί σιγουριά,
έναν ίσκιο να βρει στην δική του σκιά.
Να ποτίζονται οι ρίζες μου, με ιδρώτα αλμυρό
ενός δίκαιου αγώνα που δεν έδωσα εγώ,

αφού...Στης "ασφάλτου την δόξα" έπρεπε να κοπώ.

26 Μαρτίου 2011

Κι ας μη σε ξέρω...


Δεν σε ξέρω...
Μα στα μάτια σου διέκρινα τον ήλιο
που αναζητούσα από παιδί.
Είχε τις ακτίνες του ολόχρυσες
και στη καρδιά του έλαμπε η αλήθεια.
Μια αλήθεια, που δεν φώναζε να την πιστέψεις,
μα τόσο επιβλητική, που δεν γινότανε να μη την δεις.

Δεν σε ξέρω...
Μα στο χαμόγελο σου αναγεννήθηκε το σύμπαν.
Ήρθε ζωή, σε ότι είχε πεθάνει από καιρό.
Μία ζωή, που το ξέρω πως θα υπάρχει
κι όταν εσύ δεν θα 'σαι πια εδώ.

Δεν σε ξέρω...
Μα ούτε θέλω να σε μάθω,
μου φτάνει αυτό, που με ανάγκασε να ζω.
Το ξέρω πως κι εσύ νιώθεις το ίδιο,
το βλέπω, όταν τον ήλιο σου κοιτώ...


25 Μαρτίου 2011

Μαραμπού-Νίκος Καββαδίας


Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατηρές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα-σαν άνθος έμοιαζε αλπικό-
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταίρων εγνώριζα κορμιά
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φυλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζίν και μπύρα
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' αρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλα μου καθαρά μέτρααν τα κοκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλα της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...



22 Μαρτίου 2011

Ο τοίχος



Ανάμεσα σε σένα και σε μένα
υψώνεται ένας τοίχος...
Ένας τοίχος σιωπής και μοναξιάς.
Ένας τοίχος ανάγλυφος και ανάλογος της ύπαρξης σου,
που έκτισε λιθαράκι-λιθαράκι
η ανιδιοτελής ιδιαιτερότητα του είναι μας.
Κι εμείς σκυφτοί, βουβοί,
με το κεφάλι χειροβασταζόμενο
σαν τον "πωλών επί πιστώσει",
οραματίζοντες του τοίχου μας την διακόσμηση.
Άλλοτε, με σκέψεις που στοχάζονται πανέμορφα τοπία
των παιδικών μας χρόνων αναίμακτες πληγές.
Με ονείρων περιγράμματα που αφήνουν γκρίζο φόντο
να φαίνονται εντονότερα του χρόνου οι ραϊσές.
Κι άλλοτε αργογέρνοντας την πλάτη μας στον τοίχο
λίγο να ξαποστάσουν της ψυχής μας οι ενοχές.

Και εκεί στη μέση αντικριστά, σαν κάτι να του λείπει
μια απουσία σημαντική που φέρνει μόνο λύπη.
Είναι ο παλιός καθρέφτης σου που έγραφε "Καλημέρα"
να σου θυμίζει το πρωί, πως έρχεται άλλη μέρα...

19 Μαρτίου 2011

Δικαίωσις-Κ.Καρυωτάκης-Ηδύλη Τσαλίκη



Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθε μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
"Καληνύχτα, το φως χαιρέτησε μου"
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρίσω.

Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-πρώτη φορά-σε τέσσερων τον ώμο.

Ύστερα και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία, με χώμα και με αγκάθια.