Σε ανούσιες στιγμές ξεπουλιέται η ζωή σου
έχοντας ως αντάλλαγμα την ένοχη σιωπή
με σκέψεις που σαπίζουνε στην άκρη του μυαλού σου
μοιραία θα αναβάλλεται η φυγή
καθώς εσύ αμέριμνος θα πίνεις τον καφέ σου
με φόντο τη πλατεία-τη τόσο γνώριμη.
Σε αλάνες που δεν έτρεξες απλώνεις τα όνειρα σου
να φύγει από πάνω τους η κλεισούρα του σπιτιού
σ' ένα γιαπί χωρίς αυλή χώρεσες τη καρδιά σου
και σβήνεις στο τασάκι σου την όμορφη στιγμή
καθώς από εξάρτηση θα ανάβεις το τσιγάρο
στα στήθη σου θα ανοίγεται η επόμενη πληγή.
Στάχια, σπαρμένα στο χωράφι η αναμνήσεις
πίσω απ' την πλάτη σου-τα χορεύει ένας νοτιάς
ότι αγάπησες δεν θες να συναντήσεις
κι ότι σου στέρησε η ζωή το αναζητάς
καθώς από τη κάμαρα σου, το φεγγάρι θα ατενίζεις
μια αυγουστιάτικη με πανσέληνο βραδιά...
η νοσταλγία-τα σπαρτά σου θα θερίσει.
Κίνηση νωχελική στου ρολογιού τους δείκτες
θυμίζουνε βηματισμό στ' ανάκτορα φρουρού
σε συγχρονισμένη υπόκρουση ο χρόνος περπατάει
και πίσω παρατάει την κάθε σου στιγμή
καθώς εσύ ανήμπορος το μέλλον θα αντικρίζεις
το τώρα δεν θα ορίζεις και πίσω θα γυρνάς
τα νιάτα σου-θα τ' αναθεματίζεις.
Με βροχής σταλαγματιές, δίνουν παρών οι απουσίες
σε κάθε κάλεσμα του ανέμου δεν είσαι εκεί
κόκκοι στην άμμο αν αριθμήσεις τις αιτίες
κι όμως δεν κατάφερες να βρεις την αφορμή
καθώς εσύ απ' το συρτάρι θα ανασύρεις
παλιές φωτογραφίες, ξεχασμένες στο καιρό
η μελαγχολία-το δωμάτιο θα φωτίσει.
Της νύχτας λουλούδι στης μοναξιάς σου τη γλάστρα
στα φώτα μιας πόλης θα ξαποστάσει η σιωπή
διάλογο αρχίζεις στου μυαλού σου τη σάλα
σαν γέρνει ο ήλιος-ποτίζεται αυτή
καθώς θα διαβαίνεις τους έρημους δρόμους
στα σοκάκια της πόλης θα σκορπίζει η χαρά
με τα χρόνια θα μοιάζει με ευχή η κατάρα
σαν γυρίζεις στο σπίτι, να σου κρατάει συντροφιά
...