( θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα. )
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί
ελάτε στο δικό μου περιβόλι
μ' έναν παλμό, το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ΄ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας υγρό
και μέσα μας τον άδη.
Οι μπάγκοι μάς προσμένουν. Κι όταν βγεί
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή,
στο μαύρο μας το δάκρυ.
θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος, ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε.
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό, το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.